τιράγιο

τιράγιο
το, Ν
1. τεχνολ. οι παλμικές κινήσεις που εκτελούν οι νομείς και τα ελάσματα ενός ατμολέβητα εξαιτίας τής πίεσης τού ατμού
2. ο ελκυσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tirailler «τραβώ κατ' επανάληψιν προς διάφορες κατευθύνσεις»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”